σωματερία

σωματερία
η, Ν
ζωολ. γένος θαλασσόπαπιας τών ψυχρών, κυρίως, περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, με κυριότερο το είδος Somateria molissima, κν. γνωστό ως πουπουλόπαπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somateria (πιθ. < σώμα, σώματος + ἔριον «μαλλί»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”